ναυμαχίων

ναυμαχίων
ναυμαχέω
fight by sea
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναυμαχιῶν — ναυμαχία sea fight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυμαχίων — Ναυμάχιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντε Βέλντε — (Van de Velde). Επώνυμο οικογένειας ζωγράφων που μετανάστευσαν από την Αμβέρσα του Βελγίου στην Ολλανδία. 1. Αντριάν (Adriaen, 1636 1672). Γιος του Βίλεμ Β.ν.Β. του πρεσβύτερου και αδελφός του νεότερου. Ήταν ζωγράφος τοπογραφιών και επέδειξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”